Τετάρτη 24 Ιουλίου 2019

Το μαύρο γένος

          Το γένος είναι ένα σύνολο ατόμων που συνδέονται με συγγενικούς δεσμούς, ευρύτερους της οικογενείας. Εδώ μιλάμε για μια ιδεολογική σύνδεση. Μια σύνδεση βάση θέσης και στάσης. Τα μαύρα παιδιά της μητρόπολης. Οι αποδιοπομπαίοι τράγοι. Οι παρείσακτοι και οι περισσευούμενοι του κόσμου της σαπίλας. Το μαύρο χρώμα της τάξης μας συνδέεται με το μαύρο μας χρώμα στο δέρμα από την σκόνη, τις μουντζούρες των εργοστασίων, των καυσίμων, του γράσου, του τροχού που κυλάει γιατί εμείς οι μαύροι τον τρέχουμε. Ποντίκια στο τροχό γυρνάμε την υδρόγειο. Το μαύρο γένος που σήμερα σας υπηρετεί θα γίνει και ο μαύρος δήμιος που θα σας εκτελέσει. Χορεύτε αστοί,  πιείτε και φωνάξτε άξεστα, φάτε όσο περισσότερο μπορείτε. Οι μέρες της αφθονίας σας είναι μετρημένες.


Lyrics/Raps: τομίασμα
Produced/Recorded/Mixed by: G the Friendly Ghost
Guitars by: Μishael
Mastered by: Carsten Dämbkes
Artwork: k_aaos

Δεν κρύβομαι για αυτά που πιστεύω τα ξέρουν όλοι.
Στη Ρώμη, το μαύρο μίασμα έφερε πανώλη.
Είναι μαύρη σαν τα μαύρα που φοράνε τα παιδιά μου.
Είναι μαύρο σαν το μέλλον που χτίσανε στη γενιά μου.
Δεν κρύβομαι. Πες στους αστούς ότι επιβιώνω.
Με χαμηλό μισθό και σαν μαύρος ιδρώνω.
Σαν μαύρος γυρνώ και σαν μαύρο σκυλί που έγινα, δαγκώνω.
Χαρίζω στο πλήθος περίσσιο πόνο.
Έχω μαύρο μυαλό. Έχω μαύρες ιδέες.
Έχω όλους τους μαύρους μαζί μου, νέους και νέες.
Έχω ελπίδες λαθραίες, εξίσου μαύρες παρέες,
γιατί φαντάζουν ωραίες, καμένες οι σημαίες.
Εξελίξεις ραγδαίες, για αλλαγές αναγκαίες.
Έχω υψωμένες κεραίες. Ψάχνω γενναίους/γενναίες.
Για να κάψω τα κεφάλια τους σαν ύδρες λερναίες.
Έχω πράξεις ακραίες, οι οποιές βγαίνουν πηγαίες.
Πείτε στα κεντρικά ότι οι μαύρες νεολαίες,
δεν σκύβουν το κεφάλι, μάθαν πάλη.
Δεν μάθανε σκυφτοί να περπατάνε, μάθαν ζάλη,
από τα χημικά, μέχρι να σας χορέψουν πεντοζάλη.

Είμαι ο μαύρος καπνός απ' τα βάθη της ασχήμιας.
Απ' τη Μητρόπολη, παιδί αφορισμένο.
Μαύρος καπνός, απ' τα βάθη της ασχήμιας.
Ένα παιδί απ' το μαύρο γένος.

Το μίσος δεν τελειώνει. Το μίσος μεγαλώνει.
Το μίσος είναι οι δρόμοι, οδηγούν Ρώμη.
Συγνώμη, μα ο θάνατος κοντά, σκουντά,
χτυπά την πόρτα και απαντώ τυπικά: Όλα καλά.
Δεν προσκυνάω βασιλιά, εγώ τινάζω τη Μητρόπολη.
Μαύρη, μέχρι να βάψω την Ακρόπολη.
Μαύρη, όπως η παιδική καρδιά μου.
Μέχρι οι ΦΑ, να σκίσουνε τα σωθικά μου.
Επιβιώνω γυρνώ, στη Ρώμη δεν ευδοκιμώ.
Φτύνω το μαύρο καημό. Γεννώ το μαύρο θυμό.
Σπέρνω το μαύρο λοιμό. Βεβηλώνω. Βλασφημώ.
Είμαι το μαύρο παιδί από τον Οχετό.
Εγώ δεν άλλαξα. Δεν πούλησα, ποτέ μου δεν ρουφιάνεψα.
Δεν έδωσα. Δεν μάγκωσα. Δεν πρόδωσα. Δεν έκανα πίσω στο σαματά.
Το μαύρο παιδί ήτανε πάντα μπροστά.
Πείτε στη γύρα είμαι κτήνος, μα πρώτα βρείτε τίνος.
Δεν θα με κρίνει κάθε κρετίνος.
Μαύρος, συνάμα στους μαύρους, είμαι αλμπίνος.
Στη Ρώμη βρέχει πάντα φωτιά, αντηχεί θρήνος.